- σηρά
- ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. σειρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σῆρα — Σήρ silkworm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῆρα — Σήρ silkworm masc acc sg σαίρω part the lips and show the closed teeth aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήρας — σήρᾱς , σαίρω part the lips and show the closed teeth aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
χηράμβη — ἡ, Α 1. είδος κοχυλιού 2. χηραμβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» (πρβλ. χηραμίς/ ύς «είδος κοχυλιού») και εμφανίζει επίθημα μ βη, όπως και άλλα ον. ζώων (πρβλ. κόλυ μ β ος, σήρα μ β ος)] … Dictionary of Greek
ԹԷՂՔ — ( ) NBH 1 0810 Chronological Sequence: Early classical գ. Որպէս Թել. շարք թելից. σηρά (սիրայ.) series. *Իբրեւ թէղք մի արձակեալ, դարձեալ անդրէն դառնայ՝ տալ խրատ հրէից. Ոսկ. ես … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)